σκυλακευτής

From LSJ

ἀγαθῇ γὰρ μοίρᾳ ἄξεσθε ἡσυχίαν → for with good fortune you will live in peace

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκῠλᾰκευτής Medium diacritics: σκυλακευτής Low diacritics: σκυλακευτής Capitals: ΣΚΥΛΑΚΕΥΤΗΣ
Transliteration A: skylakeutḗs Transliteration B: skylakeutēs Transliteration C: skylakeftis Beta Code: skulakeuth/s

English (LSJ)

σκυλακευτοῦ, ὁ, dog-trainer, Him.Ecl.21.4.

Greek (Liddell-Scott)

σκυλᾰκευτής: -οῦ, ὁ, ὁ ἀνατρέφων κύνας, Ἱμέριος παρὰ Φωτίῳ 373.

Greek Monolingual

ὁ, Α σκυλακεύω
αυτός που εκτρέφει σκύλους.