σκόρπισις
From LSJ
Theocritus, Idylls, 30.3
English (LSJ)
-εως, ἡ, reduction to powder, Zos.Alch.p.178B.
Greek Monolingual
-ίσεως, ἡ, Α σκορπίζω
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του σκορπίζω, η μετατροπή μιας ουσίας σε σκόνη.
Full diacritics: σκόρπισις | Medium diacritics: σκόρπισις | Low diacritics: σκόρπισις | Capitals: ΣΚΟΡΠΙΣΙΣ |
Transliteration A: skórpisis | Transliteration B: skorpisis | Transliteration C: skorpisis | Beta Code: sko/rpisis |
-εως, ἡ, reduction to powder, Zos.Alch.p.178B.
-ίσεως, ἡ, Α σκορπίζω
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του σκορπίζω, η μετατροπή μιας ουσίας σε σκόνη.