σκόρπισις

From LSJ

τό γε μὴν ἀόργητον ἀνδρός ἐστι σοφοῦ → and to be able also to subdue anger is the part of a wise man

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκόρπισις Medium diacritics: σκόρπισις Low diacritics: σκόρπισις Capitals: ΣΚΟΡΠΙΣΙΣ
Transliteration A: skórpisis Transliteration B: skorpisis Transliteration C: skorpisis Beta Code: sko/rpisis

English (LSJ)

-εως, ἡ, reduction to powder, Zos.Alch.p.178B.

Greek Monolingual

-ίσεως, ἡ, Α σκορπίζω
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του σκορπίζω, η μετατροπή μιας ουσίας σε σκόνη.