σολομίδες

From LSJ

Δέσποινα γὰρ γέροντι νυμφίῳ γυνή → Mulier fit domina sponso, simulac senuerit → Die Frau beherrscht, sobald er alt, den Bräutigam

Menander, Monostichoi, 129

Greek Monolingual

και σολομονίδες, οι, Ν σολομός
ζωολ. οικογένεια τελεόστεων ιχθύων της υπόταξης σολομονοειδείς που ανήκει στην τάξη σολομονόμορφοι.