σοφιστεύομαι

From LSJ

καὶ ἄλλως δὲ πολυειδῶς συζευγνύουσι τοῖς πράγµασι τὰ µαθήµατα, ὡς καὶ τῶν πραγµάτων ὁµοιοῦσθαι τοῖς µαθήµασι δυναµένων καὶ τῶν µαθηµάτων τοῖς πράγµασι φύσιν ἐχόντων ἀπεικάζεσθαι καὶ ἀµφοτέρων πρὸς ἄλληλα ἀνθοµοιουµένων → they couple mathematical objects to things in several other ways as well, since things can be assimilated to mathematical objects, and mathematical objects can by nature be likened to things, both being in a relation of mutual resemblance

Source

Greek Monolingual

ΝΑ, και σοφιστεύω Α σοφιστής
φέρομαι και σκέπτομαι ως σοφιστής
νεοελλ.
λέω σοφιστείες
αρχ.
1. είμαι σοφιστής
2. (ιδίως σχετικά με τη ρητ.) διδάσκω όπως οι σοφιστές («ἐπ' ἀργυρίῳ σοφιστεύειν», Πλούτ.)
3. επινοώ, σκαρφίζομαι κάτι
4. αποκρύπτω κάτι με επιδεξιότητα («οὐδὲ ἐσοφίστευεν ἔτι τὸν ἔρωτα», Ηλιόδ.)
5. φρ. «σοφιστεύω τὰ ῥητορικά» — διδάσκω τη ρητορική με πραγματείες.