σπέργδην

From LSJ

Θεοὶ μὲν γὰρ μελλόντων, ἄνθρωποι δὲ γιγνομένων, σοφοὶ δὲ προσιόντων αἰσθάνονται → Because gods perceive future things, men what is happening now, but wise men perceive approaching things

Philostratus, Life of Apollonius of Tyana, VIII, 7
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σπέργδην Medium diacritics: σπέργδην Low diacritics: σπέργδην Capitals: ΣΠΕΡΓΔΗΝ
Transliteration A: spérgdēn Transliteration B: spergdēn Transliteration C: spergdin Beta Code: spe/rgdhn

English (LSJ)

Adv., (< σπέρχω) hastily, Hsch.

German (Pape)

[Seite 919] mit Eile, heftig, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

σπέργδην: Ἐπίρρ. (σπέρχω) μετὰ σπουδῆς, βιαστικά, «ἐρρωμένως» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

Α
επίρρ. βιαστικά, γρήγορα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σπέρχομαι «βιάζομαι, κινούμαι οργισμένος» + επιρρμ. κατάλ. -δην (πρβλ. μίγδην)].