Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

σπόρια

From LSJ

Cras amet qui numquam amavit quique amavit cras amet → May he love tomorrow who has never loved before; And may he who has loved, love tomorrow as well.

Pervigilium Veneris

Greek Monolingual

τα, Ν
1. οι σπόροι, τα σπέρματα («βγάλε τα σπόρια από τις ντομάτες»)
2. ψημένοι σπόροι ηλιόσπορου ή κολοκυθιού, πασατέμπος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πληθ. του σπόρ-ι(ον), υποκορ. του αρχ. σπόρος ή υποχωρητ. σχηματ. από σπόρος κατά το σχήμα λόγος: λόγια].