Τὶ δὲ σὺ διά τὸν Θεὸν δύνασαι ἀρνηθῆναι; Οἷον δὲ μέτρον ἀγάπης τῶν ἀγαπώντων σε ἐστί; (Χρύσανθος Καταπόδης, Σχολὴ Ζωῆς) → ?
το, Ν
1. (κυρίως στον πληθ.) τα στέφανα
γαμήλιο, νυφικό στεφάνι («ποιός θα τους αλλάξει τα στέφανα;»)
2. φρ. α) «καλά στέφανα»
(ως ευχή προς μνηστευμένους) με το καλό να γίνει ο γάμος
β) «κάτω από τα στέφανα» — την ώρα της γαμήλιας στέψης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στέφανος, με αλλαγή γένους].