σταυροπροσκύνηση
From LSJ
ἡγούμενος τῶν ἡδονῶν ἀλλ' οὐκ ἀγόμενος ὑπ' αὐτῶν → of his pleasures he was the master and not their servant
Greek Monolingual
η / σταυροπροσκύνησις, -ήσεως, ΝΜ
1. η προσκύνηση του τίμιου σταυρού
2. φρ. «Κυριακή της Σταυροπροσκυνήσεως» — η τρίτη Κυριακή της Μεγάλης Τεσσαρακοστής, οπότε προβάλλεται στους πιστούς για προσκύνηση ο τίμιος σταυρός.