σταυροπροσκύνηση
From LSJ
βορβόρῳ δ' ὕδωρ λαμπρὸν μιαίνων οὔποθ' εὑρήσεις ποτόν → once limpid waters are stained with mud, you'll never find a drink
Greek Monolingual
η / σταυροπροσκύνησις, -ήσεως, ΝΜ
1. η προσκύνηση του τίμιου σταυρού
2. φρ. «Κυριακή της Σταυροπροσκυνήσεως» — η τρίτη Κυριακή της Μεγάλης Τεσσαρακοστής, οπότε προβάλλεται στους πιστούς για προσκύνηση ο τίμιος σταυρός.