στεινόπορος

From LSJ

τὰ μέλλοντα τοῖς γεγενημένοις τεκμαίρεσθαι → determine the future on the basis of the past

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στεινόπορος Medium diacritics: στεινόπορος Low diacritics: στεινόπορος Capitals: ΣΤΕΙΝΟΠΟΡΟΣ
Transliteration A: steinóporos Transliteration B: steinoporos Transliteration C: steinoporos Beta Code: steino/poros

English (LSJ)

στεινός, στεινότης, Ion. for στεν-.

German (Pape)

[Seite 933] ion. = στενόπορος, Her. 7, 211. 223.

French (Bailly abrégé)

ion. c. στενόπορος.

Greek (Liddell-Scott)

στεινόπορος: στεινός, στεινότης, Ἰων. ἀντὶ στεν-.

Greek Monolingual

-ον, Α
βλ. στενοπόρος.

Greek Monotonic

στεινόπορος: στεινός, στεινότης, Ιων. αντί στεν-.