στεμφυλόπνευμα
From LSJ
φιλοσοφίαν καινὴν γὰρ οὗτος φιλοσοφεῖ → this man adopts a new philosophy
Greek Monolingual
το, Ν
οινόπνευμα από την απόσταξη στεμφύλων, κν. σούμα, τσίπουρο ή τσικουδιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στέμφυλο + πνεύμα (πρβλ. οινόπνευμα)].
φιλοσοφίαν καινὴν γὰρ οὗτος φιλοσοφεῖ → this man adopts a new philosophy
το, Ν
οινόπνευμα από την απόσταξη στεμφύλων, κν. σούμα, τσίπουρο ή τσικουδιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στέμφυλο + πνεύμα (πρβλ. οινόπνευμα)].