στερωπός

From LSJ

κέρκος τῇ ἀλώπεκι μαρτυρεῖ → you can tell a fox by its tail, small traits give the clue to the character of a person

Source

Greek Monolingual

και στερεωπός, -ή, -όν, Α
στερεός, σταθερός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στερεός + -ωπός (βλ. λ. όπωπα), πρβλ. στενωπός].