στεφανοχάρτι

From LSJ

ἡδέως γὰρ ἀνέχεσθε τῶν ἀφρόνων → for you suffer fools gladly (2 Corinthians 11:19)

Source

Greek Monolingual

το, Ν
επίσημο έγγραφο με το οποίο επικυρώνεται η πράξη του γάμου, πιστοποιητικό γάμου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στέφανο + χαρτί].