στημίον
From LSJ
ψυχῆς ἀγῶνα τὸν προκείμενον πέρι δώσων → to stand the appointed trial for his life, to stand the appointed struggle for life and death
English (LSJ)
τό, = στημνίον (yarn), PTeb. 413.12 (ii/iii AD), POxy. 1142.7 (iii AD), 1740.5 (iii/iv AD).
Greek Monolingual
τὸ, Α
στημνίον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στημνίον, με απλοποίηση του συμφωνικού συμπλέγματος -μν-].