στραβοπάτημα
From LSJ
κατασκαφὴς οἴκησις αἰείφρουρος → grave, everlasting dwelling, everlasting dwelling place
Greek Monolingual
το, Ν στραβοπατώ
1. παραπάτημα, πάτημα κατά το οποίο δεν προσαρμόζεται το πέλμα κανονικά στο έδαφος
2. στράβωμα του παπουτσιού από αδέξιο βάδισμα
3. μτφ. σφάλμα, παρεκτροπή.