στρεψοδικώ

From LSJ

εἰς πέλαγος σπέρµα βαλεῖν καὶ γράµµατα γράψαι ἀµφότερος µόχθος τε κενὸς καὶ πρᾶξις ἄκαρπος → throwing seeds and writing letters at sea are both a vain and fruitless endeavor

Source

Greek Monolingual

στρεψοδικῶ, -έω, ΝΑ
χρησιμοποιώ στρεψοδικίες
νεοελλ.
διαστρέφω την αλήθεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. στρεψ- του αόρ. ἔστρεψα του στρέφω + -δικῶ (< -δικος < δίκη), πρβλ. φυγοδικώ].