Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

στριφώνω

From LSJ
Sophocles, Antigone, 781

Greek Monolingual

Ν
διπλώνω και ράβω την άκρη υφάσματος για να μην ξεφτίζει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στρίφω, άλλο τ. του στρίβω + κατάλ. -ώνω].