Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

στρογγυλότητα

From LSJ

Greek Monolingual

η / στρογγυλότης, -ητος, ΝΑ στρογγύλος
το να είναι κάτι στρογγυλό, το σχήμα, η μορφή του στρογγυλού, η στρογγυλάδα
νεοελλ.
(πετρογρ.) ο βαθμός στον οποίο ένα ιζηματογενές τεμαχίδιο έχει χάσει τις οξύληκτες ακμές και γωνίες του, αλλ. αποστρογγυλοποίηση.