ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)
Full diacritics: συγκλέπτης | Medium diacritics: συγκλέπτης | Low diacritics: συγκλέπτης | Capitals: ΣΥΓΚΛΕΠΤΗΣ |
Transliteration A: synkléptēs | Transliteration B: synkleptēs | Transliteration C: sygkleptis | Beta Code: sugkle/pths |
συγκλέπτου, ὁ, fellow-thief, Poll.6.158.
[Seite 968] ὁ, Mitdieb.
συγκλέπτης: -ου, ὁ συγκλέπτων, σύντροφος κλέπτου, Πολυδ. Ϛ΄, 158. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 435.
ὁ, Α κλέπτης
συνεργός σε κλοπή, σύντροφος κλέφτη.