συνέλευστος
From LSJ
καὶ τὸ σιγᾶν πολλάκις ἐστὶ σοφώτατον ἀνθρώπῳ νοῆσαι → and silence is often the wisest thing for a man to heed, and often is man's best wisdom to be silent, and often keeping silent is the wisest thing for a man to heed
Greek (Liddell-Scott)
συνέλευστος: ὁ, ἡ, ὁ συνερχόμενος ἢ συνελθών, ἀλλ’ ἴδε συνελευστικὸς ἐν τέλει.
Greek Monolingual
ὁ, ἡ, Α
συνελευστικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + -έλευστος (< θ. ελευσ- του μέλλ. ἐλεύσομαι του ρ. ἐλεύθω «έρχομαι»)].