συναφικνέομαι
From LSJ
Ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι → I seem, then, in just this little thing to be wiser than this man at any rate, that what I do not know I do not think I know either
English (LSJ)
arrive together, Epicur.Ep.1p.10U.
German (Pape)
[Seite 1005] (s. ἱκνέομαι), mit od. zugleich an-od. zurückkommen, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
συναφικνέομαι: ἀποθετ., ἀφικνοῦμαι, φθάνω ὁμοῦ, Διογ. Λ. 10. 47· τινι, μετά τινος, Ideler. Phys. 2. 353.
Russian (Dvoretsky)
συναφικνέομαι: вместе приходить Epicur. ap. Diog. L.