συνεκπλώω

From LSJ

συνερκτικός γάρ ἐστι καὶ περαντικός, καὶ γνωμοτυπικὸς καὶ σαφὴς καὶ κρουστικός, καταληπτικός τ' ἄριστα τοῦ θορυβητικοῦ → he's intimidative, penetrative, aphoristically originative, clear and aggressive, and superlatively terminative of the obstreperative

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνεκπλώω Medium diacritics: συνεκπλώω Low diacritics: συνεκπλώω Capitals: ΣΥΝΕΚΠΛΩΩ
Transliteration A: synekplṓō Transliteration B: synekplōō Transliteration C: synekploo Beta Code: sunekplw/w

English (LSJ)

Ionic for συνεκπλέω.

German (Pape)

[Seite 1013] ion. = συνεκπλέω, συνεκπλῶσαι Her. 1, 5.

French (Bailly abrégé)

ion. c. συνεκπλέω.

Greek Monolingual

Α
ιων. τ. βλ. συνεκπλέω.

Russian (Dvoretsky)

συνεκπλώω: ион. = συνεκπλέω.