συνευφραίνομαι

From LSJ

τά δέ ἄνευ συμπλοκῆς, οἷον ἄνθρωπος, βοῦς, τρέχει, νικᾷ → and the simple forms of speech, for example: 'man', 'ox', 'runs', 'wins'

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνευφραίνομαι Medium diacritics: συνευφραίνομαι Low diacritics: συνευφραίνομαι Capitals: ΣΥΝΕΥΦΡΑΙΝΟΜΑΙ
Transliteration A: syneuphraínomai Transliteration B: syneuphrainomai Transliteration C: syneffrainomai Beta Code: suneufrai/nomai

English (LSJ)

Pass., rejoice together, D.H.Rh.2.5, Ph.1.405; μετὰ γυναικός LXX Pr.5.18; τινι with one, D.18.217, Hdn.2.8.9.

Greek (Liddell-Scott)

συνευφραίνομαι: Παθ., εὐφραίνομαι ὁμοῦ, «μὴ αὐτῶν ἀφ’ ἑαυτοῦ εὐφραινομένων, ἀλλ’ ἐχόντων καὶ τοὺς συνευφραινομένους» Διον. Ἁλ. Ρητ. 2. 5· τινι, μετά τινος, Ἡρῳδιαν. 2. 8.

Greek Monolingual

ΜΑ εὐφραίνομαι
ευφραίνομαι κι εγώ μαζί με άλλον.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συν-ευφραίνομαι [σύν, εὐφραίνω] samen vrolijk zijn met, met dat.

German (Pape)

pass., mit fröhlich sein, zugleich fröhlich sein, sich freuen, Sp.