συνθερμαίνω
From LSJ
English (LSJ)
warm together or thoroughly, Arist.HA562b21, J.AJ 7.14.3:—Pass., Thphr. CP 1.3.4, Arist.Pr.888b23, Dsc.1.52, Gal.15.487.
German (Pape)
mit erwärmen, durchwärmen, Sp., bes. Medic.
Russian (Dvoretsky)
συνθερμαίνω: вместе нагревать Arst.
Greek (Liddell-Scott)
συνθερμαίνω: θερμαίνω, ζεσταίνω ὁμοῦ, συνθερμαίνουσι τοὺς νεοττοὺς ἀμφότεροι Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 4, 5, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 1. 3, 4. ― Παθ., Ἀριστ. Προβλ. 8. 16.
Greek Monolingual
ΜΑ, και αττ. τ. ξυνθερμαίνω Α θερμαίνω
θερμαίνω κάποιον ή κάτι μαζί ή ταυτόχρονα με κάποιον ή με κάτι άλλο.