συνοδηγός

From LSJ

τὸ αὐτοπροαίρετον τε καὶ αὐτεξούσιον → free will

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνοδηγός Medium diacritics: συνοδηγός Low diacritics: συνοδηγός Capitals: ΣΥΝΟΔΗΓΟΣ
Transliteration A: synodēgós Transliteration B: synodēgos Transliteration C: synodigos Beta Code: sunodhgo/s

English (LSJ)

ὁ, guide, Lyr.Alex.Adesp.1.15.

Greek Monolingual

ο, η / συνοδηγός, -όν, ΝΑ ὁδηγός
ο επίσης οδηγός
νεοελλ.
αυτός που κάθεται δίπλα στον οδηγό οχήματος
αρχ.
οδηγός.