συντοπίτης
From LSJ
Πᾶσιν γὰρ εὖ φρονοῦσι συμμαχεῖ τύχη → Sapientibus Fortuna se fert opiferam → Mit allen, die klug denken, steht das Glück im Bund
Greek Monolingual
ο, ΝΜ, θηλ. συντοπίτισσα Ν
συγχωριανός, συμπατριώτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σύντοπος «αυτός που προέρχεται από τον ίδιο τόπο» + κατάλ. -ίτης (πρβλ. πολίτης)].