συντριπτικός
From LSJ
Μηκέθ᾽ ὅλως περὶ τοῦ οἷόν τινα εἶναι τὸν ἀγαθὸν ἄνδρα διαλέγεσθαι, ἀλλὰ εἶναι τοιοῦτον. → Waste no more time arguing what a good man should be. Be one.
Greek (Liddell-Scott)
συντριπτικός: -ή, -όν, κατασυντρίβων, καταστρεπτικός, ὀλέθριος, ἵνα συντριπτικὸς ἀποκαταστὰς Εὐστ. Πονημ. 222. 21.
Greek Monolingual
-ή, -ό / συντριπτικός, -ή, -όν, ΝΜ συντρίβω
ο ικανός να επιφέρει ολοκληρωτική καταστροφή, καταστρεπτικός, ολέθριος
νεοελλ.
1. μτφ. α) αυτός που εκμηδενίζει, εξουθενωτικός (α. «συντριπτική νίκη» β. «συντριπτικά επιχειρήματα» γ. «συντριπτική πλειοψηφία»)
β) αυτός που προκαλεί ψυχική συντριβή
2. φρ. «συντριπτικό κάταγμα»
ιατρ. κάταγμα στο οποίο τα κατεαγότα άκρα έχουν συντριβεί σε πολλά κομμάτια. Επιρρ. συντριπτικώς και συντριπτικά Ν
με συντριπτικό τρόπο, καταστρεπτικά.