συσχετισμός
From LSJ
Greek Monolingual
ο, Ν
1. η συσχέτιση
2. (τοπογρ.) η άρση τών ασυμφωνιών που είναι δυνατόν να υπάρξουν σε τοπογραφικά δεδομένα ώστε όλα τα μέρη να αλληλοσχετίζονται χωρίς εμφανές σφάλμα
3. φρ. «συσχετισμός δυνάμεων» — αναλογική σχέση τών κάθε είδους δυνάμεων οι οποίες βρίσκονται στη διάθεση δύο συγκρινόμενων ή και αντιπαρατιθέμενων πλευρών, ιδίως εμπολέμων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συσχετίζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1861 στον Μ. Στ. Μαλαία].