σφηκωνεύς

From LSJ

ἀλλ' οὐκ οἰωνοῖσιν ἐρύσσατο κῆρα μέλαιναν → by no augury could he ward off black death

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σφηκωνεύς Medium diacritics: σφηκωνεύς Low diacritics: σφηκωνεύς Capitals: ΣΦΗΚΩΝΕΥΣ
Transliteration A: sphēkōneús Transliteration B: sphēkōneus Transliteration C: sfikoneys Beta Code: sfhkwneu/s

English (LSJ)

-έως, ὁ, = σφηκίον 1, Arist. l.c. (s. v.l.).

Greek Monolingual

-έως, ὁ, Α
(πιθ. γρφ. στον Αριστοτ.) κυψελίδιο στη φωλιά τών σφηκών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σφηκών + επίθημα -εύς].