σφρίγος

From LSJ

Καλὸν δὲ καὶ γέροντι μανθάνειν σοφά → Addiscere aliquid digna res etiam seni → Auch einem Greis ist etwas Weises lernen Zier

Menander, Monostichoi, 297
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σφρῐγος Medium diacritics: σφρίγος Low diacritics: σφρίγος Capitals: ΣΦΡΙΓΟΣ
Transliteration A: sphrígos Transliteration B: sphrigos Transliteration C: sfrigos Beta Code: sfri/gos

English (LSJ)

εος, τό, full strength, σφρίγει βραχιόνων Hermipp.58.

Greek (Liddell-Scott)

σφρίγος: [ῐ], τό, πλήρης ἰσχύς, ἀκμή, δύναμις, σφρίγει βραχιόνων Ἕρμιππ. ἐν «Στρατιώταις» 1. 6.

Greek Monolingual

το / σφρίγος ΝΜΑ, και σφρῖγος και ασυναίρ. τ. γεν. -εος Α
ακμή σωματικής δύναμης, ευρωστία, ζωηρότητα (α. «γεμάτος νεανικό σφρίγος» β. «σφρίγει βραχιόνων», Ερμιππ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. παρ. του ρ. σφριγῶ].