σφυροδέτης
From LSJ
Μήποτε λάβῃς γυναῖκας εἰς συμβουλίαν → Consilia versas? Noli admittere mulierem → Zieh niemals Frauen zur Beratung mit hinzu
German (Pape)
[Seite 1052] ὁ, ein Band um die Knöchel, Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
σφῠροδέτης: -ου, ὁ, (δέω) δεσμὸς τῶν σφυρῶν, «σφυροδέται· ἡ λέξις παρὰ τοῖς τὰ ἱπποτροφικά» Ἡσύχ.
Greek Monolingual
ὁ, Α
(κατά τον Ησύχ.) (κυρίως στον πληθ.) σφυροδέται
«ἡ λέξις παρὰ τοῖς τὰ ἱπποτροφικά».
[ΕΤΥΜΟΛ. < σφυρόν + -δέτης (< δέω «δένω»), πρβλ. μαχαιροδέτης.