σχιζόπτερος

From LSJ

οἶνος τῷ φρονεῖν ἐπισκοτεῖ → wine clouds one's mind, wine clouds one's judgement

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σχιζόπτερος Medium diacritics: σχιζόπτερος Low diacritics: σχιζόπτερος Capitals: ΣΧΙΖΟΠΤΕΡΟΣ
Transliteration A: schizópteros Transliteration B: schizopteros Transliteration C: schizopteros Beta Code: sxizo/pteros

English (LSJ)

σχιζόπτερον, with cloven, i.e. feathered, wings, of birds, opp. bats and winged insects (ὁλόπτερα), Id.IA710a5, PA697b11.

German (Pape)

[Seite 1056] mit gespaltenen Flügeln, im Gegensatz zu den verbundenen, häutigen Fledermausflügeln, Arist. inc. an. 10.

Russian (Dvoretsky)

σχιζόπτερος: с раздельноперыми крыльями Arst.

Greek (Liddell-Scott)

σχιζόπτερος: -ον, ὁ ἔχων κεχωρισμένας τὰς πτέρυγας, ἐπὶ πτηνῶν, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὰς νυκτερίδας καὶ τὰ πτερωτὰ ἔντομα (ὁλόπτερα), Ἀριστ. π. Ζ. Πορ. 10, 4, π. Ζ. Μορ. 4. 13. 30.

Greek Monolingual

-ον, Α
(για πτηνά) αυτός που έχει τα φτερά του χωρισμένα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σχίζω + -πτερος (< πτερόν), πρβλ. τανύπτερος].