σχοινόδεσμος

From LSJ

Σέβου τὸ θεῖον μὴ ‘ξετάζων, πῶς ἔχει → Venerare numen: quid sit, noli quaerere → Die Gottheit ehre ohne Prüfung ihres Tuns

Menander, Monostichoi, 474

German (Pape)

[Seite 1057] ὁ, Strick, Band von Binsen, Nicet.

Greek (Liddell-Scott)

σχοινόδεσμος: ὁ, δεσμὸς σχοινίων ἐκ βούρλων, Νικήτ. Χρον. 382 Α.

Greek Monolingual

ὁ, Μ
δεσμός σχοινιών από βούρλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σχοῖνος / σχοινί(ον) + δεσμός.