σῶν

From LSJ

τὸ βέλτερον κακοῦ καὶ τὸ δίμοιρον αἰνῶ, καὶ δίκᾳ δίκας ἕπεσθαι, ξὺν εὐχαῖς ἐμαῖς, λυτηρίοις μηχαναῖς θεοῦ πάρα → I approve the better kind of evil, the two-thirds kind, and that, in accordance with my prayers, through contrivances bringing salvation at the god’s hand

Source

French (Bailly abrégé)

nom.-acc. neutre ou acc. sg. de σῶς;
gén. pl. de σός.

Russian (Dvoretsky)

σῶν:
I (= σῶον)
1 acc. sing. к σάος (σῶς);
2 n к σάος (σῶς).
II τό σῶς существование, жизнь: τὸ σ. ἐστιν πικρόν Eur. жизнь (без любви) горька.

Greek (Liddell-Scott)

σῶν: Ἀττ. αἰτ. ἑνικ. ἀντὶ σῶον, Θουκ. 3. 34,

Greek Monotonic

σῶν: Αττ. αιτ. ενικ. αντί σῶον.