τάνυση

From LSJ

οὐ γὰρ πράξιν ἀγαθὴν, ἀλλὰ καὶ εὖ ποεῖν αὐτὴν → it does not suffice to do good–one must do it well

Source

Greek Monolingual

η / τάνυσις, -ύσεως, ΝΑ τάνυμαι/ τανύω
1. η ενέργεια του τανύω, τέντωμα
2. μτφ. ένταση προσπάθειας, σφίξιμο.