τέτευχα

From LSJ

ψυχῆς ἀγῶνα τὸν προκείμενον πέρι δώσων → to stand the appointed trial for his life, to stand the appointed struggle for life and death

Source

French (Bailly abrégé)

pf. épq. et ion. de τεύχω;
pf. épq. et ion. de τυγχάνω.

Greek Monotonic

τέτευχα:I. παρακ. του τυγχάνω.
II. παρακ. του τεύχω.

Russian (Dvoretsky)

τέτευχα:
I эп. pf. к τεύχω.
II эп. pf. к τυγχάνω.