ταμπακιέρα

From LSJ

ἔστι δὲ τὸ ἓν καὶ τὸ ἁπλοῦν οὐ τὸ αὐτό → the one and the simple are not the same

Source

Greek Monolingual

και ταμπακέρα και ταμβακέρα, η, Ν
1. θήκη για ταμπάκο, καπνοσακούλα, ταμπακοθήκη
2. θήκη για τσιγάρα, τσιγαροθήκη
3. μτφ. η ουσία, το κύριο περιεχόμενο και οι πραγματικές διαστάσεις μιας υπόθεσης («και πάλι ο κ. συνάδελφος δεν είπε τίποτε για την ταμπακέρα»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. tabacchiera (βλ. και λ. ταμπάκος)].