τατουάζ

From LSJ

γυνὴ γὰρ οὐδὲν οἶδε πλὴν ὃ βούλεται → women know nothing except from what they want

Source

Greek Monolingual

ή τατού, το, Ν
άκλ. ανθρωπολ. κάθε ανεξίτηλο σήμα, αναγραφή, σχέδιο, που εκτελείται στο δέρμα με τη χρήση βελονών και χρωστικών, αλλ. δερματοστιξία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. tatouage < αγγλ. tattoo «δερματοστιξία»].