ταχιά

From LSJ

Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut

Menander, Monostichoi, 234

Greek Monolingual

Ν
επίρρ.
1. αύριο πρωί πρωί
2. όπου νά'ναι, σύντομα, σε λίγο («ταχιά θα λογαριαστούμε»)
3. (στον Ερωτόκρ.) γρήγορα («και δώσ' του το ταχιά στο παραθύρι»)
4. φρ. α) «ταχιά ταχιά» — νωρίς αύριο το πρωί
β) «ώς ταχιά» — μέχρι το πρωί
γ) «ταχιά κι αργά»
(στον Ερωτόκρ.) πρωί και βράδυ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. ταχέα, πληθ. ουδ. του επίθ. ταχύς (πρβλ. και ταχύ «πρωί»)].