ταύτιση
καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)
Greek Monolingual
η, Ν ταυτίζω
1. ταυτισμός
2. η πράξη της εξακρίβωσης της ταυτότητας ενός ατόμου ή της αναγνώρισης ενός πράγματος ή ενός συνόλου ως τέτοιου
3. (ψυχολ.-ψυχανάλ.) α) διαδικασία με την οποία ένα υποκείμενο δανείζεται ένα εκφραστικό γνώρισμα ενός άλλου υποκειμένου, το οποίο χαρακτηρίζεται για τον λόγο αυτό ως αντικείμενο, ή υιοθετεί σκέψεις και τρόπους συμπεριφοράς του ή, γενικά, προσπαθεί να εξομοιωθεί με αυτό
β) δραστηριότητα με την οποία ένα υποκείμενο, όταν βρεθεί μπροστά σε ένα αντικείμενο, σε ένα πρόσωπο ή, γενικά, σε ένα περίπλοκο ερέθισμα, το αναγνωρίζει γι' αυτό που είναι και, χάρη σ' αυτήν τη δραστηριότητα, το ξεχωρίζει από παρόμοια αντικείμενα, πρόσωπα ή ερεθίσματα
γ) το αποτέλεσμα αυτής της δραστηριότητας
4. φρ. «προβολική ταύτιση»
(ψυχαν.) θεμελιώδης μηχανισμός της ψυχικής δραστηριότητας του νεαρού παιδιού, σύμφωνα με τον οποίο αυτό είναι δυνατόν να αποσχίσει τμήματα της προσωπικότητάς του και να τά προβάλει και εισαγάγει σε ένα εξωτερικό αντικείμενο.