θεμελιώδης
From LSJ
ἀγεωμέτρητος μηδεὶς εἰσίτω → no one ignorant of geometry may enter, let no one ignorant of geometry enter, let no one ignorant of geometry come in
Greek Monolingual
-ες
(κυριολ. και μτφ.) αυτός που χρησιμεύει ως θεμέλιο, ως βάση, βασικός, ουσιώδης, θεμελιακός («θεμελιώδης κανόνας»).
επίρρ...
θεμελιωδώς
με θεμελιώδη τρόπο, με βασικό τρόπο, βασικά, ουσιαστικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θεμέλιο + καταλ. -ώδης (πρβλ. ευώδης, σπηλαιώδης)].