θεμελιώδης

From LSJ

Ἡδύ γε δικαίους ἄνδρας εὐτυχεῖν ὁρᾶν → Gerechte Menschen glücklich sehen, das erfreut → Zu sehn, dass der Gerechte glücklich ist, erfreut

Menander, Monostichoi, 218

Greek Monolingual

-ες
(κυριολ. και μτφ.) αυτός που χρησιμεύει ως θεμέλιο, ως βάση, βασικός, ουσιώδης, θεμελιακόςθεμελιώδης κανόνας»).
επίρρ...
θεμελιωδώς
με θεμελιώδη τρόπο, με βασικό τρόπο, βασικά, ουσιαστικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θεμέλιο + καταλ. -ώδης (πρβλ. ευώδης, σπηλαιώδης)].