θεμελιώδης
From LSJ
Ἡδύ γε δικαίους ἄνδρας εὐτυχεῖν ὁρᾶν → Gerechte Menschen glücklich sehen, das erfreut → Zu sehn, dass der Gerechte glücklich ist, erfreut
Greek Monolingual
-ες
(κυριολ. και μτφ.) αυτός που χρησιμεύει ως θεμέλιο, ως βάση, βασικός, ουσιώδης, θεμελιακός («θεμελιώδης κανόνας»).
επίρρ...
θεμελιωδώς
με θεμελιώδη τρόπο, με βασικό τρόπο, βασικά, ουσιαστικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θεμέλιο + καταλ. -ώδης (πρβλ. ευώδης, σπηλαιώδης)].