τελεσσίγαμος
From LSJ
ἀεί ποτ' εὖ μὲν ἀσκός εὖ δὲ θύλακος ἅνθρωπός ἐστι → this guy's always good at being a wineskin, and at times a winesack
English (LSJ)
[ῐ], ον, Ep. for Τελεσίγαμος, perfecting or consecrating a marriage, Nonn. D. 48.232,693, al., Musae.279.
German (Pape)
[Seite 1085] poet. = τελεσίγαμος, die Hochzeit vollendend od. einweihend, Nonn. D. 8, 83.
Greek (Liddell-Scott)
τελεσσίγᾰμος: -ον, Ἐπικ. ἀντὶ τελεσίγαμος, ὁ τελειώνων ἢ εὐλογῶν γάμον, Νόνν. Δ. 48. 232, 693. κλπ.
Greek Monolingual
και μτγν
επικ. τ. τελεσίγαμος, -ον, ΜΑ
(επικ. τ.) αυτός που τελεί, που ευλογεί γάμο («τελεσσιγάμου Πειθοῦς», Νόνν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τελεσ- του τέλος + γάμος (πρβλ. νυκτίγαμος), με διπλασιασμό του -σ- για διευθέτηση μετρικών αναγκών].