τερματοφύλακας

From LSJ

πᾶσιν ἡμῖν κατθανεῖν ὀφείλεται → death is a debt which every one of us must pay

Source

Greek Monolingual

ο, Ν
(κυρίως στο ποδόσφαιρο) παίκτης που έχει ως αποστολή τη φύλαξη του τέρματος ή εστίας ώστε να μην σημειώσει τέρμα η αντίπαλη ομάδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τέρμα, -ατος + φύλακας (πρβλ. οπισθοφύλακας)].