τετράστηλος

From LSJ

Ὡς χαρίεν ἔστ' ἄνθρωπος, ἂν ἄνθρωπος ᾖ → Res est homo peramoena, quum vere est homo → Wie voller Anmut ist ein Mensch, der wirklich Mensch

Menander, Monostichoi, 562

Greek Monolingual

-η, -ο, Ν
1. αυτός που έχει ή καταλαμβάνει τέσσερεις στήλες σε σελίδα εντύπου (α. «τετράστηλος τίτλος» β. «τετράστηλο κείμενο»)
2. το ουδ. ως ουσ. το τετράστηλο
άρθρο εντύπου σε τέσσερεις στήλες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + -στηλος (< στήλη), πρβλ. δίστηλος].