τετρακινητήριος

From LSJ

Ἰσχυρὸν ὄχλος ἐστίν, οὐκ ἔχει δὲ νοῦν → Plebs nempe res est valida, sed mentis carens → Des Volkes Masse hat zwar Macht, doch fehlt Vernunft

Menander, Monostichoi, 265

Greek Monolingual

-α, -ο, Ν
ο εφοδιασμένος με τέσσερεις κινητήρες («τετρακινητήριο αεροπλάνο»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + κινητήρας + κατάλ. -ιος].