τετρακυκλικός

From LSJ

νοῦς γὰρ ἡμῶν ἐστιν ἐν ἑκάστῳ θεός → Mortalium cuique sua mens est deus → In jedem von uns nämlich wirkt sein Geist als Gott

Menander, Monostichoi, 434

Greek Monolingual

-ή, -ό, Ν
1. (για άνθη) αυτός που αποτελείται από τέσσερα σπονδυλώματα ή κύκλους μορίων
2. (για χημική ένωση) αυτή που περιέχει στο μόριό της τέσσερεις δακτυλίους.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. tetracyclic < τετρ(α)- + κυκλικός.