τετρασέλιδος
From LSJ
Ῥῆμα παρὰ καιρὸν ῥηθὲν ἀνατρέπει βίον → Vitae lues vox missa non in tempore → Ein Wort zur Unzeit stülpt das ganze Leben um
Greek Monolingual
-η, -ο, Ν
αυτός που αποτελείται από τέσσερεις σελίδες («τετρασέλιδη εφημερίδα»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + -σέλιδος (< σελίδα), πρβλ. πεντασέλιδος].