τετρασέλιδος
From LSJ
Εὔτολμος εἶναι κρῖνε, τολμηρὸς δὲ μή → Audentiam tibi sume, non audaciam → Entschlossen zeige Mut, doch nicht Verwegenheit
Greek Monolingual
-η, -ο, Ν
αυτός που αποτελείται από τέσσερεις σελίδες («τετρασέλιδη εφημερίδα»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + -σέλιδος (< σελίδα), πρβλ. πεντασέλιδος].