τετραστάσιος
From LSJ
Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these
Greek Monolingual
-ία, -ον, Α
(πιθ. γρ < ρ.) αυτός που έχει τετραπλάσιο βάρος ή τετραπλάσια αξία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + -στασιος (< στᾶσις «ζύγισμα»), πρβλ. τριστάσιος].